τροχοβίλα

τροχοβίλα
η, Ν
μεγάλο τροχόσπιτο διαμορφωμένο εσωτερικά με πολλούς και άνετους χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + βίλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”